μεσόσφαιρος

μεσόσφαιρος
μεσόσφαιρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει σχήμα σφαίρας μέτριου μεγέθους
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεσόσφαιρον
το μεσαίο είδος τού ινδικού αρωματικού φυτού μαλαβάθρο, σε διάκριση από το μικρόσφαιρο και το αδρόσφαιρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)-* + -σφαιρος (< σφαίρα), πρβλ. αδρό-σφαιρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μεσόσφαιρον — μεσόσφαιρος of middle globular size masc/fem acc sg μεσόσφαιρος of middle globular size neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… …   Dictionary of Greek

  • σφαίρα — Γεωμετρικό σώμα, η επιφάνεια του οποίου είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων που απέχουν εξίσου από ένα σημείο, το κέντρο. Ακτίνα είναι η σταθερή απόσταση του κέντρου από οποιοδήποτε σημείο της σφαιρικής επιφάνειας· χορδή, ένα τμήμα που έχει τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”