- μεσόσφαιρος
- μεσόσφαιρος, -ον (Α)1. αυτός που έχει σχήμα σφαίρας μέτριου μεγέθους2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεσόσφαιροντο μεσαίο είδος τού ινδικού αρωματικού φυτού μαλαβάθρο, σε διάκριση από το μικρόσφαιρο και το αδρόσφαιρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)-* + -σφαιρος (< σφαίρα), πρβλ. αδρό-σφαιρος].
Dictionary of Greek. 2013.